- τεΐδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια αειθαλών φυτών με τυπικό γένος την τεΐα, στο οποίο ανήκει το τεϊόδενδρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταχύουρος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τεΐδες, τής τάξης τεώδη και περιλαμβάνει 6 περίπου είδη μικρών φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Ασίας, από τα Ιμαλάια ώς την Ταϊβάν και την Ιαπωνία … Dictionary of Greek
τεΐα — (thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το … Dictionary of Greek
τερνστροιμιίδες — οι, Ν βοτ. άλλη ονομασία τής οικογένειας τεΐδες … Dictionary of Greek
τεϊόδενδρο — το, Ν (βοτ. γεωπ.) λόγια ονομασία τού αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια τής οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό … Dictionary of Greek
φρανκλίνια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια τεΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. franklinia από το όν. τού Αμερικανού πολιτικού, επιστήμονα και φιλοσόφου Benjamin Franklin] … Dictionary of Greek